- συγχειμάζω
- Α(το ενεργκαι το μέσ.) διαχειμάζω μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χειμάζω «περνώ τον χειμώνα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχειμάσειν — συγχειμάζομαι fut inf act (attic epic) συγχειμάζω winter along with fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)